- κοσμόπολη
- ημεγάλη πόλη όπου ζουν άνθρωποι από κάθε εθνικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμόπολη — η μεγάλη πόλη που αποτελεί διεθνές κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. Κοσμόπολις, μαρτυρείται από το 1875 στον Αν. Περδικάρη, ο οποίος υπονοούσε τη Βιέννη] … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek